- συλλογεύς
- συλλογεύςcollectormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλογεῖς — συλλογεύς collector masc acc pl συλλογεύς collector masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογῆς — συλλογεύς collector masc nom pl συλλογεύς collector masc nom/voc pl συλλογή gathering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OBRYZUM Aurum — Graecis ὄβρυζον, quod saepius despumavit et excostum est; ab ὀβρύζειν, quod idem cum βρύζειν seu βρύειν, et de iis rebus dicitur, quae effervescendo spumam eiciunt et quasi florem emittunt. Latini Obrussam dixêre auri experimentum quod igne… … Hofmann J. Lexicon universale
συλλογέας — ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ νεοελλ. συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων») μσν. αρχ. αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.) αρχ. (στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους,… … Dictionary of Greek
συλλογευτικός — ή, όν, Α [συλλογεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκέντρωση, στην είσπραξη … Dictionary of Greek
συλλογῇ — συλλογῆι , συλλογεύς collector masc dat sg (epic ionic) συλλογή gathering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογέας — συλλογέᾱς , συλλογεύς collector masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)